καταχρίω

καταχρίω
καταχράω
make full use of
pres subj act 1st sg (epic doric ionic)
καταχράω
make full use of
pres ind act 1st sg (epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταχρίω — (Α) 1. χρίω κάτι εντελώς, επιστρώνω, επαλείφω ως αλοιφή («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.) 2. μέσ. καταχρίομαι πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῑκες», Αρτεμίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρίω… …   Dictionary of Greek

  • κατάχρισις — κατάχρισις, ἡ (Α) [καταχρίω] επίχριση, επάλειψη, άλειμμα …   Dictionary of Greek

  • κατάχρισμα — κατάχρισμα, τό (AM) [καταχρίω] 1. αλοιφή 2. άλειμμα, χρίσμα …   Dictionary of Greek

  • κατάχριστος — κατάχριστος, ον (AM) [καταχρίω] αυτός που χρησιμοποιείται ως αλοιφή, για επάλειψη …   Dictionary of Greek

  • νεοκατάχριστος — νεοκατάχριστος, ον (Α) αυτός που χρίστηκε πρόσφατα ή αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεοκαταχρίστων στεγῶν», Διόσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καταχρίω] …   Dictionary of Greek

  • προκαταχρίω — Α αλείφω πολύ ή εντελώς εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταχρίω «επαλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • ԾԵՓԵՄ — (եցի.) NBH 1 1015 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c ն. ἁλείφω, καταχρίω, ἑπιχρίω linio, oblino, obduco եւ ἁσφαλτόω bitumino. Ծեփով օծանել, պատել, բռել. թ. ... *Ծեփել զտուն, կամ զորմ, զխնդրունս: Ծեփել բռով, նաւթիւ, կպրաձիւթով,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”